κολυμβητικός

κολυμβητικός
η , ό[ν]
1) плавательный; 2) купальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κολυμβητικός" в других словарях:

  • κολυμβητικός — ή, ό (AM κολυμβητικός, ή, όν) [κολυμβητής] 1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική η τέχνη τής κολύμβησης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά ζωολ. υπόταξη… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολύμβηση ή στον κολυμβητή: Το καλοκαίρι γίνονται κολυμβητικοί αγώνες. 2. το θηλ., κολυμβητική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του να επιπλέει κανείς στην επιφάνεια του νερού και να κινείται όπου θέλει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμβητικῆς — κολυμβητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητική — κολυμβητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»